- ἐλάχαινε
- λαχαίνωyimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαχαίνω — (I) βλ. λαγχάνω. (II) λαχαίνω (Α) σκάβω, ορύσσω («μεγάλην ἐλάχαινε... τάφρον», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαχαίνω συνδέεται με τη λ. λάχανον (μετονοματικό παράγωγο) και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από το σύνθ. ἀμφι λαχαίνω «σκάβω γύρω», το οποίο… … Dictionary of Greek